- απλάδα
- απλάδαινα, απλάδενα η блюдо (большое)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλάδα — η μεγάλη πιατέλα: Έφαγε μιαν απλάδα μακαρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλάδα — η 1. ανοιχτός επίπεδος τόπος 2. απλάδενα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντ. του ουσ. απλάδι] … Dictionary of Greek
απλάδενα — ἁπλάδενα, η (Μ) πλατύ και ρηχό πιάτο, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό < απλάδα + πιατένα < (βενετ.) piadena] … Dictionary of Greek